- διαιτητικούς
- διαιτητικόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν … Dictionary of Greek